ακρογωνιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακρογωνιαίος, -α, -ο
- που βρίσκεται στη βάση της εξωτερικής γωνίας δύο τοίχων
- (μεταφορικά) θεμελιώδης
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρογωνιαίος
|