βλεφαριδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βλεφαριδοφόρος < βλεφαρίδ(ες) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο
επεξεργασία
βλεφαριδοφόρος, -ος/-α, -ο
- αυτός που φέρει βλεφαρίδες
- (ζωολογία) διακριτό στοιχείο του ζωικού βασιλείου
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλεφαριδοφόρος
|