αβραμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβραμιαίος < ελληνιστική κοινή ἀβραμιαῖος[1] < Ἀβραάμ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɾa.miˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βρα‐μι‐αί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααβραμιαίος, -α, -ο
- εκείνος που διατηρεί τα ήθη του Αβραάμ της Παλαιάς Διαθήκης
- (μεταφορικά)φιλόξενος
- ⮡ αβραμιαία φιλοξενία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβραμιαίος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβραμιαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)