αβραμιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβραμιαίος < μεσαιωνική ελληνική ἀβραμιαῖος < Αβραάμ
Επίθετο επεξεργασία
αβραμιαίος
- εκείνος που διατηρεί τα ήθη του Αβραάμ της Παλαιάς Διαθήκης
- αρχοντικός, πατριαρχικός
- (μεταφορ.) φιλόξενος, «αβραμιαία φιλοξενία»
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβραμιαίος
|