αντιμονιούχος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αντιμονιούχος, -α, -ο
- (χημεία) χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο αντιμονίου
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντιμονιούχος
αντιμονιούχος, -α, -ο