γιδίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γιδίσιος | η | γιδίσια | το | γιδίσιο |
γενική | του | γιδίσιου | της | γιδίσιας | του | γιδίσιου |
αιτιατική | τον | γιδίσιο | τη | γιδίσια | το | γιδίσιο |
κλητική | γιδίσιε | γιδίσια | γιδίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γιδίσιοι | οι | γιδίσιες | τα | γιδίσια |
γενική | των | γιδίσιων | των | γιδίσιων | των | γιδίσιων |
αιτιατική | τους | γιδίσιους | τις | γιδίσιες | τα | γιδίσια |
κλητική | γιδίσιοι | γιδίσιες | γιδίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝiˈði.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γι‐δί‐σιος
Επίθετο
επεξεργασίαγιδίσιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιδίσιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γιδίσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας