Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γίδινος η γίδινη το γίδινο
      γενική του γίδινου της γίδινης του γίδινου
    αιτιατική τον γίδινο τη γίδινη το γίδινο
     κλητική γίδινε γίδινη γίδινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γίδινοι οι γίδινες τα γίδινα
      γενική των γίδινων των γίδινων των γίδινων
    αιτιατική τους γίδινους τις γίδινες τα γίδινα
     κλητική γίδινοι γίδινες γίδινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γίδινος < μεσαιωνική ελληνική γίδινος / γιδινός < γίδα < γίδι(ν) < αρχαία ελληνική αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ

  Επίθετο επεξεργασία

γίδινος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία