Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασβεστούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασβεστούχ
ος
η
ασβεστούχ
α
το
ασβεστούχ
ο
γενική
του
ασβεστούχ
ου
της
ασβεστούχ
ας
του
ασβεστούχ
ου
αιτιατική
τον
ασβεστούχ
ο
την
ασβεστούχ
α
το
ασβεστούχ
ο
κλητική
ασβεστούχ
ε
ασβεστούχ
α
ασβεστούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασβεστούχ
οι
οι
ασβεστούχ
ες
τα
ασβεστούχ
α
γενική
των
ασβεστούχ
ων
των
ασβεστούχ
ων
των
ασβεστούχ
ων
αιτιατική
τους
ασβεστούχ
ους
τις
ασβεστούχ
ες
τα
ασβεστούχ
α
κλητική
ασβεστούχ
οι
ασβεστούχ
ες
ασβεστούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασβεστούχος
<
ασβέστιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
ασβεστούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
ασβεστίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασβεστούχος