βαγιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαγιοφόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαϊφόρος (βάγι(α) + -ο- + -φόρος)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.ʝoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐γιο‐φό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
βαγιοφόρος, -α, -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαγιοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) η εορτή της Κυριακής των Βαΐων
- κλαδί από βάγια σε σχήμα σταυρού το οποίο δίνεται στους πιστούς την Κυριακή των Βαΐων
- πλέγμα από φύλλα φοίνικα το οποίο έχει στο εσωτερικό εικόνισμα αγίου διακοσμημένο με χρυσό το οποίο οι ιερείς δίνουν σε σημαντικούς ενορίτες την Κυριακή των Βαΐων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαγιοφόρος
|
Πηγές
επεξεργασία
- «βαγιοφόρος», σελ. 412, τόμος 4, ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»
- βαγιοφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)