Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαλλιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαλλιούχ
ος
η
γαλλιούχ
α
το
γαλλιούχ
ο
γενική
του
γαλλιούχ
ου
της
γαλλιούχ
ας
του
γαλλιούχ
ου
αιτιατική
τον
γαλλιούχ
ο
τη
γαλλιούχ
α
το
γαλλιούχ
ο
κλητική
γαλλιούχ
ε
γαλλιούχ
α
γαλλιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαλλιούχ
οι
οι
γαλλιούχ
ες
τα
γαλλιούχ
α
γενική
των
γαλλιούχ
ων
των
γαλλιούχ
ων
των
γαλλιούχ
ων
αιτιατική
τους
γαλλιούχ
ους
τις
γαλλιούχ
ες
τα
γαλλιούχ
α
κλητική
γαλλιούχ
οι
γαλλιούχ
ες
γαλλιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαλλιούχος
<
γάλλιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
γαλλιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
γαλλίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαλλιούχος