διαμαντένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαμαντένιος | η | διαμαντένια | το | διαμαντένιο |
γενική | του | διαμαντένιου | της | διαμαντένιας | του | διαμαντένιου |
αιτιατική | τον | διαμαντένιο | τη | διαμαντένια | το | διαμαντένιο |
κλητική | διαμαντένιε | διαμαντένια | διαμαντένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαμαντένιοι | οι | διαμαντένιες | τα | διαμαντένια |
γενική | των | διαμαντένιων | των | διαμαντένιων | των | διαμαντένιων |
αιτιατική | τους | διαμαντένιους | τις | διαμαντένιες | τα | διαμαντένια |
κλητική | διαμαντένιοι | διαμαντένιες | διαμαντένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμαντένιος < μεσαιωνική ελληνική διαμαντένιος < διαμάντι + -ένιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.manˈde.ɲos/
Επίθετο επεξεργασία
διαμαντένιος -α -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αδαμάντινος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμαντένιος
|