αδαμάντινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδαμάντινος < αρχαία ελληνική ἀδαμάντινος < ἀδάμας
Επίθετο επεξεργασία
αδαμάντινος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει κατασκευαστεί από διαμάντια ή είναι στολισμένος με διαμάντια
- (μεταφορικά) εξαιρετικός, ακέραιος, αδιάφθορος
- αδαμάντινος χαρακτήρας