Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκροτέσκος η γκροτέσκα το γκροτέσκο
      γενική του γκροτέσκου της γκροτέσκας του γκροτέσκου
    αιτιατική τον γκροτέσκο την γκροτέσκα το γκροτέσκο
     κλητική γκροτέσκε γκροτέσκα γκροτέσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκροτέσκοι οι γκροτέσκες τα γκροτέσκα
      γενική των γκροτέσκων των γκροτέσκων των γκροτέσκων
    αιτιατική τους γκροτέσκους τις γκροτέσκες τα γκροτέσκα
     κλητική γκροτέσκοι γκροτέσκες γκροτέσκα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκροτέσκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική grottesco < grotta < δημώδης λατινική *grupta / *crupta < λατινική crypta < ελληνιστική κοινή κρυπτή (αντιδάνειο)

  Επίθετο επεξεργασία

γκροτέσκος, -α, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία