γκροτέσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκροτέσκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική grottesco < grotta < δημώδης λατινική *grupta / *crupta < λατινική crypta < ελληνιστική κοινή κρυπτή (αντιδάνειο)
Επίθετο
επεξεργασίαγκροτέσκος, -α, -ο
- που έχει απαίσια, τρομακτική ή περίεργη εμφάνιση και (ως εκ τούτου) φαίνεται ή είναι αλλόκοτος, γελοίος, κακόγουστος, χονδροειδής, ακαλαίσθητος, αποκρουστικός ή γελοιογραφικός