↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδυπόρος η βραδυπόρα το βραδυπόρο
      γενική του βραδυπόρου της βραδυπόρας του βραδυπόρου
    αιτιατική τον βραδυπόρο τη βραδυπόρα το βραδυπόρο
     κλητική βραδυπόρε βραδυπόρα βραδυπόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδυπόροι οι βραδυπόρες τα βραδυπόρα
      γενική των βραδυπόρων των βραδυπόρων των βραδυπόρων
    αιτιατική τους βραδυπόρους τις βραδυπόρες τα βραδυπόρα
     κλητική βραδυπόροι βραδυπόρες βραδυπόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραδυπόρος < ελληνιστική κοινή βραδυπόρος[1] < αρχαία ελληνική βραδύς + πόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

βραδυπόρος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βραδυπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • βραδυπόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)