βραδύπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βραδύπορος < ελληνιστική κοινή βραδύπορος[1] < αρχαία ελληνική βραδύς + πόρος
Επίθετο
επεξεργασία
βραδύπορος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βραδυπορία
- βραδυπόρος
- βραδυπορώ
- βραδυπορών / βραδυπορούσα / βραδυπορούν
- → δείτε τις λέξεις βραδύς και πόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραδύπορος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βραδύπορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.