βραδυπορών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραδυπορών < ελληνιστική κοινή βραδυπορέων / βραδυπορῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βραδυπορέω / βραδυπορῶ < βραδύπορος < αρχαία ελληνική βραδύς + πόρος
Μετοχή
επεξεργασίαβραδυπορών
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βραδυπορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία βραδυπορών
|