Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρωμιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βρωμιούχ
ος
η
βρωμιούχ
α
το
βρωμιούχ
ο
γενική
του
βρωμιούχ
ου
της
βρωμιούχ
ας
του
βρωμιούχ
ου
αιτιατική
τον
βρωμιούχ
ο
τη
βρωμιούχ
α
το
βρωμιούχ
ο
κλητική
βρωμιούχ
ε
βρωμιούχ
α
βρωμιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βρωμιούχ
οι
οι
βρωμιούχ
ες
τα
βρωμιούχ
α
γενική
των
βρωμιούχ
ων
των
βρωμιούχ
ων
των
βρωμιούχ
ων
αιτιατική
τους
βρωμιούχ
ους
τις
βρωμιούχ
ες
τα
βρωμιούχ
α
κλητική
βρωμιούχ
οι
βρωμιούχ
ες
βρωμιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρωμιούχος
<
βρώμιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
βρωμιούχος
(
χημεία
): αυτός {ένωση} που περιλαμβάνει στο μόριό του/της
άτομο
βρωμίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρωμιούχος