Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλοτριοφάγος η αλλοτριοφάγα το αλλοτριοφάγο
      γενική του αλλοτριοφάγου της αλλοτριοφάγας του αλλοτριοφάγου
    αιτιατική τον αλλοτριοφάγο την αλλοτριοφάγα το αλλοτριοφάγο
     κλητική αλλοτριοφάγε αλλοτριοφάγα αλλοτριοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλοτριοφάγοι οι αλλοτριοφάγες τα αλλοτριοφάγα
      γενική των αλλοτριοφάγων των αλλοτριοφάγων των αλλοτριοφάγων
    αιτιατική τους αλλοτριοφάγους τις αλλοτριοφάγες τα αλλοτριοφάγα
     κλητική αλλοτριοφάγοι αλλοτριοφάγες αλλοτριοφάγα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλοτριοφάγος < αρχαία ελληνική ἀλλοτριοφάγος < ἀλλότριος + -φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

αλλοτριοφάγος, -α, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που τρώει κάτι που δεν του ανήκει
     συνώνυμα: ξενοφαγάς
  2. (κατ’ επέκταση) που παίρνει στην κατοχή του ξένα πράγματα
     συνώνυμα: σφετεριστής
  3. (ιατρική) που θέλει να φάει πράγματα που δεν τρώγονται (π.χ. πέτρες, χώμα κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία