↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφετεριστής οι σφετεριστές
      γενική του σφετεριστή των σφετεριστών
    αιτιατική τον σφετεριστή τους σφετεριστές
     κλητική σφετεριστή σφετεριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφετεριστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφετεριστής[1] < σφετερίζομαι < σφέτερος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sfe.te.ɾiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφε‐τε‐ρι‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφετεριστής αρσενικό (θηλυκό σφετερίστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα