σφετεριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφετεριστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφετεριστής[1] < σφετερίζομαι < σφέτερος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfe.te.ɾiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφε‐τε‐ρι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφετεριστής αρσενικό (θηλυκό σφετερίστρια)
- αυτός που σφετερίζεται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφετεριστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφετεριστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφετεριστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφετεριστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.