πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφετεριστής οι σφετεριστές
      γενική του σφετεριστή των σφετεριστών
    αιτιατική τον σφετεριστή τους σφετεριστές
     κλητική σφετεριστή σφετεριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sfe.te.ɾiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφετεριστής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφετεριστής αρσενικό (θηλυκό σφετερίστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα