usurpateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /y.zyʁ.pa.tœr/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | usurpateur | usurpateurs |
θηλυκό | usurpatrice | usurpatrices |
usurpateur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | usurpateur | usurpateurs |
θηλυκό | usurpatrice | usurpatrices |
usurpateur (fr)