Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφετερίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σφετερίστρι
α
οι
σφετερίστρι
ες
γενική
της
σφετερίστρι
ας
των
σφετεριστρι
ών
αιτιατική
τη
σφετερίστρι
α
τις
σφετερίστρι
ες
κλητική
σφετερίστρι
α
σφετερίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφετερίστρια
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφετερίστρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
σφετεριστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφετερίστρια
αγγλικά
:
usurper
(en)
γαλλικά
:
usurpatrice
(fr)