πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοτριοφαγία οι αλλοτριοφαγίες
      γενική της αλλοτριοφαγίας των αλλοτριοφαγιών
    αιτιατική την αλλοτριοφαγία τις αλλοτριοφαγίες
     κλητική αλλοτριοφαγία αλλοτριοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλοτριοφαγία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να τρώει κάποιος κάτι που δεν του ανήκει
  2. (κατ’ επέκταση) το να παίρνει στην κατοχή του κάποιος ξένα πράγματα
     συνώνυμα: ιδιοποίηση, οικειοποίηση, σφετερισμός
  3. (ψυχιατρική) ψυχική παρεκτροπή κατά την οποία κάποιος ορέγεται και τρώει ουσίες που δεν ανήκουν στα τρόφιμα (πχ χώμα, χαρτιά κλπ)
     συνώνυμα: ξενορεξία, παρορεξία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία