↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοτριοφαγία οι αλλοτριοφαγίες
      γενική της αλλοτριοφαγίας των αλλοτριοφαγιών
    αιτιατική την αλλοτριοφαγία τις αλλοτριοφαγίες
     κλητική αλλοτριοφαγία αλλοτριοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλοτριοφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική allotriophagy < ελληνιστική κοινή ἀλλοτριοφαγία < ἀλλότρι(ος) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλοτριοφαγία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να τρώει κάποιος κάτι που δεν του ανήκει
  2. (κατ’ επέκταση) το να παίρνει στην κατοχή του κάποιος ξένα πράγματα
     συνώνυμα: ιδιοποίηση, οικειοποίηση, σφετερισμός
  3. (ψυχιατρική) ψυχική παρεκτροπή κατά την οποία κάποιος ορέγεται και τρώει ουσίες που δεν ανήκουν στα τρόφιμα (πχ χώμα, χαρτιά κλπ)
     συνώνυμα: ξενορεξία, παρορεξία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία