ξενορεξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξενορεξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξενορεξία θηλυκό
- (ψυχιατρική) συνώνυμο του αλλοτριοφαγία
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξενορεξία
|