Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βελανιδένιος η βελανιδένια το βελανιδένιο
      γενική του βελανιδένιου της βελανιδένιας του βελανιδένιου
    αιτιατική τον βελανιδένιο τη βελανιδένια το βελανιδένιο
     κλητική βελανιδένιε βελανιδένια βελανιδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βελανιδένιοι οι βελανιδένιες τα βελανιδένια
      γενική των βελανιδένιων των βελανιδένιων των βελανιδένιων
    αιτιατική τους βελανιδένιους τις βελανιδένιες τα βελανιδένια
     κλητική βελανιδένιοι βελανιδένιες βελανιδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελανιδένιος < βελανιδιά + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

βελανιδένιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία