Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμμουδένιος η αμμουδένια το αμμουδένιο
      γενική του αμμουδένιου της αμμουδένιας του αμμουδένιου
    αιτιατική τον αμμουδένιο την αμμουδένια το αμμουδένιο
     κλητική αμμουδένιε αμμουδένια αμμουδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμμουδένιοι οι αμμουδένιες τα αμμουδένια
      γενική των αμμουδένιων των αμμουδένιων των αμμουδένιων
    αιτιατική τους αμμουδένιους τις αμμουδένιες τα αμμουδένια
     κλητική αμμουδένιοι αμμουδένιες αμμουδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμμουδένιος < αμμούδ(α) + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

αμμουδένιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία