αμμουδένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμμουδένιος | η | αμμουδένια | το | αμμουδένιο |
γενική | του | αμμουδένιου | της | αμμουδένιας | του | αμμουδένιου |
αιτιατική | τον | αμμουδένιο | την | αμμουδένια | το | αμμουδένιο |
κλητική | αμμουδένιε | αμμουδένια | αμμουδένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμμουδένιοι | οι | αμμουδένιες | τα | αμμουδένια |
γενική | των | αμμουδένιων | των | αμμουδένιων | των | αμμουδένιων |
αιτιατική | τους | αμμουδένιους | τις | αμμουδένιες | τα | αμμουδένια |
κλητική | αμμουδένιοι | αμμουδένιες | αμμουδένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμμουδένιος
- συνώνυμο του αμμουδερός, αμμώδης, με άμμο
- Στο ακρογιάλι το αμμουδένιο έφτασα της θαλασσόβρεχτης Αυλίδας (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, μετάφραση: ? στ. 164-165) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμμουδένιος
|