Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμυλούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμυλούχ
ος
η
αμυλούχ
α
το
αμυλούχ
ο
γενική
του
αμυλούχ
ου
της
αμυλούχ
ας
του
αμυλούχ
ου
αιτιατική
τον
αμυλούχ
ο
την
αμυλούχ
α
το
αμυλούχ
ο
κλητική
αμυλούχ
ε
αμυλούχ
α
αμυλούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμυλούχ
οι
οι
αμυλούχ
ες
τα
αμυλούχ
α
γενική
των
αμυλούχ
ων
των
αμυλούχ
ων
των
αμυλούχ
ων
αιτιατική
τους
αμυλούχ
ους
τις
αμυλούχ
ες
τα
αμυλούχ
α
κλητική
αμυλούχ
οι
αμυλούχ
ες
αμυλούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμυλούχος
<
άμυλο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
αμυλούχος, -α, -ο
που (
περι
)
έχει
άμυλο
Συνώνυμα
επεξεργασία
αμυλώδης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άμυλο
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμυλούχος
αγγλικά
:
farinaceous
(en)
,
starchy
(en)
γαλλικά
:
amylacé
(fr)