αμυλώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμυλώδης | η | αμυλώδης | το | αμυλώδες |
γενική | του | αμυλώδους | της | αμυλώδους | του | αμυλώδους |
αιτιατική | τον | αμυλώδη | την | αμυλώδη | το | αμυλώδες |
κλητική | αμυλώδη(ς) | αμυλώδης | αμυλώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμυλώδεις | οι | αμυλώδεις | τα | αμυλώδη |
γενική | των | αμυλωδών | των | αμυλωδών | των | αμυλωδών |
αιτιατική | τους | αμυλώδεις | τις | αμυλώδεις | τα | αμυλώδη |
κλητική | αμυλώδεις | αμυλώδεις | αμυλώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμυλώδης < άμυλο + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amylacé)
Επίθετο
επεξεργασίααμυλώδης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άμυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμυλώδης
|