Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιγαίος η αιγαία το αιγαίο
      γενική του αιγαίου της αιγαίας του αιγαίου
    αιτιατική τον αιγαίο την αιγαία το αιγαίο
     κλητική αιγαίε αιγαία αιγαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιγαίοι οι αιγαίες τα αιγαία
      γενική των αιγαίων των αιγαίων των αιγαίων
    αιτιατική τους αιγαίους τις αιγαίες τα αιγαία
     κλητική αιγαίοι αιγαίες αιγαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιγαίος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αιγαίος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία