Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αιγαίοι

  1. αιγαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. αιγαίος, στην κλητική του πληθυντικού