Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. πηγής μ' αυτήν την ορθογραφία ‑‑Sarri.greek  | 01:30, 2 Αυγούστου 2023 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιγιακός η αιγιακή το αιγιακό
      γενική του αιγιακού της αιγιακής του αιγιακού
    αιτιατική τον αιγιακό την αιγιακή το αιγιακό
     κλητική αιγιακέ αιγιακή αιγιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιγιακοί οι αιγιακές τα αιγιακά
      γενική των αιγιακών των αιγιακών των αιγιακών
    αιτιατική τους αιγιακούς τις αιγιακές τα αιγιακά
     κλητική αιγιακοί αιγιακές αιγιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιγιακός < αιγαιακός

  Επίθετο επεξεργασία

αιγιακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το Αιγαίο Πέλαγος
    • αιγιακός οικισμός/χώρος, αιγιακή προϊστορική έρευνα/μητριαρχία, Αιγιακές σπουδές/Αιγιακός Πολιτισμός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία