αιγαιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιγαιακός < (υστερο)μεσαιωνική ελληνική αἰγαιακός[1] < αρχαία ελληνική Αἰγαῖον / Αἰγαῖος
Επίθετο επεξεργασία
αιγαιακός, -ή, -ό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιγαιακός
- ↑ αιγαιακός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].