Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαναδιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαναδιούχ
ος
η
βαναδιούχ
α
το
βαναδιούχ
ο
γενική
του
βαναδιούχ
ου
της
βαναδιούχ
ας
του
βαναδιούχ
ου
αιτιατική
τον
βαναδιούχ
ο
τη
βαναδιούχ
α
το
βαναδιούχ
ο
κλητική
βαναδιούχ
ε
βαναδιούχ
α
βαναδιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαναδιούχ
οι
οι
βαναδιούχ
ες
τα
βαναδιούχ
α
γενική
των
βαναδιούχ
ων
των
βαναδιούχ
ων
των
βαναδιούχ
ων
αιτιατική
τους
βαναδιούχ
ους
τις
βαναδιούχ
ες
τα
βαναδιούχ
α
κλητική
βαναδιούχ
οι
βαναδιούχ
ες
βαναδιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαναδιούχος
<
βανάδιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
βαναδιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
βαναδίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαναδιούχος