↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγριλίσιος η αγριλίσια το αγριλίσιο
      γενική του αγριλίσιου της αγριλίσιας του αγριλίσιου
    αιτιατική τον αγριλίσιο την αγριλίσια το αγριλίσιο
     κλητική αγριλίσιε αγριλίσια αγριλίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγριλίσιοι οι αγριλίσιες τα αγριλίσια
      γενική των αγριλίσιων των αγριλίσιων των αγριλίσιων
    αιτιατική τους αγριλίσιους τις αγριλίσιες τα αγριλίσια
     κλητική αγριλίσιοι αγριλίσιες αγριλίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριλίσιος < αγριλιά

  Επίθετο

επεξεργασία

αγριλίσιος, -ια, -ιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία