αγριλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγριλίσιος | η | αγριλίσια | το | αγριλίσιο |
γενική | του | αγριλίσιου | της | αγριλίσιας | του | αγριλίσιου |
αιτιατική | τον | αγριλίσιο | την | αγριλίσια | το | αγριλίσιο |
κλητική | αγριλίσιε | αγριλίσια | αγριλίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγριλίσιοι | οι | αγριλίσιες | τα | αγριλίσια |
γενική | των | αγριλίσιων | των | αγριλίσιων | των | αγριλίσιων |
αιτιατική | τους | αγριλίσιους | τις | αγριλίσιες | τα | αγριλίσια |
κλητική | αγριλίσιοι | αγριλίσιες | αγριλίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγριλίσιος < αγριλιά
Επίθετο
επεξεργασίααγριλίσιος, -ια, -ιο
- φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγριλίσιος
|