↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρουνίσιος η γουρουνίσια το γουρουνίσιο
      γενική του γουρουνίσιου της γουρουνίσιας του γουρουνίσιου
    αιτιατική τον γουρουνίσιο τη γουρουνίσια το γουρουνίσιο
     κλητική γουρουνίσιε γουρουνίσια γουρουνίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρουνίσιοι οι γουρουνίσιες τα γουρουνίσια
      γενική των γουρουνίσιων των γουρουνίσιων των γουρουνίσιων
    αιτιατική τους γουρουνίσιους τις γουρουνίσιες τα γουρουνίσια
     κλητική γουρουνίσιοι γουρουνίσιες γουρουνίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γουρουνίσιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

γουρουνίσιος -ια -ιο

  • που αναφέρεται σε ή έχει σχέση με γουρούνι
    η συνταγή θέλει γουρουνίσιο κρέας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία