δαφνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαφνοφόρος < αρχαία ελληνική δαφνηφόρος < δάφν(η) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίαδαφνοφόρος, -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δαφνοφόρος
|