Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαφνηφόρος η δαφνηφόρα το δαφνηφόρο
      γενική του δαφνηφόρου της δαφνηφόρας του δαφνηφόρου
    αιτιατική τον δαφνηφόρο τη δαφνηφόρα το δαφνηφόρο
     κλητική δαφνηφόρε δαφνηφόρα δαφνηφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαφνηφόροι οι δαφνηφόρες τα δαφνηφόρα
      γενική των δαφνηφόρων των δαφνηφόρων των δαφνηφόρων
    αιτιατική τους δαφνηφόρους τις δαφνηφόρες τα δαφνηφόρα
     κλητική δαφνηφόροι δαφνηφόρες δαφνηφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαφνηφόρος < αρχαία ελληνική δαφνηφόρος < δάφνη + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

δαφνηφόρος, -oς/-α, -ο

  • (λόγιο) (σπάνιο) ο δαφνοστεφανωμένος
    ※  Ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς έχει ιδία σφραγίδα εικονίζουσαν δαφνηφόρον κεφαλήν αθλητού και περί αυτήν τον τίτλον του Σωματείου (από το ιδρυτικό Καταστατικό (1925) του Ολυμπιακού Σ.Φ.Π., όπως παρατίθεται από τον Βασίλη Καρδάση στο βιβλίο Κατάλογος Ιστορικού Αρχείου Ολυμπιακού Πειραιώς (Αθήνα 1997, ISBN 960-348-060-6), σ. 19)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία