αορτοστεφανιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αορτοστεφανιαίος < αορτή + -ο- + στεφανιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aortocoronary)
Επίθετο
επεξεργασίααορτοστεφανιαίος
- (ανατομία, ιατρική) που έχει σχέση με την αορτή και τη στεφανιαία αρτηρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αορτοστεφανιαίος