↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αορτοστεφανιαίος η αορτοστεφανιαία το αορτοστεφανιαίο
      γενική του αορτοστεφανιαίου της αορτοστεφανιαίας του αορτοστεφανιαίου
    αιτιατική τον αορτοστεφανιαίο την αορτοστεφανιαία το αορτοστεφανιαίο
     κλητική αορτοστεφανιαίε αορτοστεφανιαία αορτοστεφανιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αορτοστεφανιαίοι οι αορτοστεφανιαίες τα αορτοστεφανιαία
      γενική των αορτοστεφανιαίων των αορτοστεφανιαίων των αορτοστεφανιαίων
    αιτιατική τους αορτοστεφανιαίους τις αορτοστεφανιαίες τα αορτοστεφανιαία
     κλητική αορτοστεφανιαίοι αορτοστεφανιαίες αορτοστεφανιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αορτοστεφανιαίος < αορτή + -ο- + στεφανιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aortocoronary)

  Επίθετο

επεξεργασία

αορτοστεφανιαίος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία