στεφανιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεφανιαίος < ελληνιστική κοινή στεφανιαῖος < αρχαία ελληνική στέφανος (ανατομία: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coronaire)
Επίθετο
επεξεργασίαστεφανιαίος, -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- στεφανιαία αρτηρία: (ανατομία) αγγείο, σε μορφή στεφανιού, που ξεκινά από την αορτή και μεταφέρει το αίμα στο μυοκάρδιο
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδοστεφανιαίος
- → δείτε τη λέξη στεφάνι