ενδοστεφανιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοστεφανιαίος < ενδο- + στεφανιαίος
Επίθετο επεξεργασία
ενδοστεφανιαίος
- (ιατρική) που γίνεται μέσα στην στεφανιαία αρτηρία
- ※ Αναβαθμίζεται τεχνολογικά το Αιμοδυναμικό Εργαστήριο του Νοσοκομείου Τρικάλων, με την προμήθεια ενός σύγχρονου ενδοστεφανιαίου υπερήχου. (www.ert.gr, 7/2/2018)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ένδον, στεφανιαίος, στεφάνι και στέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοστεφανιαίος
|