Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στεφανιαίοι

  1. στεφανιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. στεφανιαίος, στην κλητική του πληθυντικού