Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στεφανιαίο

  1. στεφανιαίος, στην αιτιατική του ενικού

στεφανιαίο, ουδέτερο του στεφανιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού