στεφανιαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στεφανιαίο
- στεφανιαίος, στην αιτιατική του ενικού
στεφανιαίο, ουδέτερο του στεφανιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
στεφανιαίο
στεφανιαίο, ουδέτερο του στεφανιαίος