διψαλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διψαλέος | η | διψαλέα | το | διψαλέο |
γενική | του | διψαλέου | της | διψαλέας | του | διψαλέου |
αιτιατική | τον | διψαλέο | τη | διψαλέα | το | διψαλέο |
κλητική | διψαλέε | διψαλέα | διψαλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διψαλέοι | οι | διψαλέες | τα | διψαλέα |
γενική | των | διψαλέων | των | διψαλέων | των | διψαλέων |
αιτιατική | τους | διψαλέους | τις | διψαλέες | τα | διψαλέα |
κλητική | διψαλέοι | διψαλέες | διψαλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διψαλέος < ελληνιστική κοινή διψαλέος
Επίθετο
επεξεργασίαδιψαλέος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δίψα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διψαλέος
|