Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρσενικούχος η αρσενικούχα το αρσενικούχο
      γενική του αρσενικούχου της αρσενικούχας του αρσενικούχου
    αιτιατική τον αρσενικούχο την αρσενικούχα το αρσενικούχο
     κλητική αρσενικούχε αρσενικούχα αρσενικούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρσενικούχοι οι αρσενικούχες τα αρσενικούχα
      γενική των αρσενικούχων των αρσενικούχων των αρσενικούχων
    αιτιατική τους αρσενικούχους τις αρσενικούχες τα αρσενικούχα
     κλητική αρσενικούχοι αρσενικούχες αρσενικούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρσενικούχος < αρσενικό + -ούχος

  Επίθετο επεξεργασία

αρσενικούχος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία