Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρσενικούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρσενικούχ
ος
η
αρσενικούχ
α
το
αρσενικούχ
ο
γενική
του
αρσενικούχ
ου
της
αρσενικούχ
ας
του
αρσενικούχ
ου
αιτιατική
τον
αρσενικούχ
ο
την
αρσενικούχ
α
το
αρσενικούχ
ο
κλητική
αρσενικούχ
ε
αρσενικούχ
α
αρσενικούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρσενικούχ
οι
οι
αρσενικούχ
ες
τα
αρσενικούχ
α
γενική
των
αρσενικούχ
ων
των
αρσενικούχ
ων
των
αρσενικούχ
ων
αιτιατική
τους
αρσενικούχ
ους
τις
αρσενικούχ
ες
τα
αρσενικούχ
α
κλητική
αρσενικούχ
οι
αρσενικούχ
ες
αρσενικούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρσενικούχος
<
αρσενικό
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
αρσενικούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
αρσενικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρσενικούχος