Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλέγκρος η αλέγκρα το αλέγκρο
      γενική του αλέγκρου της αλέγκρας του αλέγκρου
    αιτιατική τον αλέγκρο την αλέγκρα το αλέγκρο
     κλητική αλέγκρε αλέγκρα αλέγκρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλέγκροι οι αλέγκρες τα αλέγκρα
      γενική των αλέγκρων των αλέγκρων των αλέγκρων
    αιτιατική τους αλέγκρους τις αλέγκρες τα αλέγκρα
     κλητική αλέγκροι αλέγκρες αλέγκρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλέγκρος < (άμεσο δάνειο) βενετική alegro < ιταλική allegro + [1] Συγκρίνετε με το αλέγκρο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈle.ɡɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λέ‐γκρος

  Επίθετο επεξεργασία

αλέγκρος, -α, -ο

  Αναφορές επεξεργασία