↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπελοφόρος η αμπελοφόρα το αμπελοφόρο
      γενική του αμπελοφόρου της αμπελοφόρας του αμπελοφόρου
    αιτιατική τον αμπελοφόρο την αμπελοφόρα το αμπελοφόρο
     κλητική αμπελοφόρε αμπελοφόρα αμπελοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπελοφόροι οι αμπελοφόρες τα αμπελοφόρα
      γενική των αμπελοφόρων των αμπελοφόρων των αμπελοφόρων
    αιτιατική τους αμπελοφόρους τις αμπελοφόρες τα αμπελοφόρα
     κλητική αμπελοφόροι αμπελοφόρες αμπελοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμπελοφόρος < αμπέλ(ι) + -ο- + -φόρος (< φέρω), αρχαία ελληνική ἀμπελοφόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμπελοφόρος, -ος ή -α, -ο

  1. αυτός που φέρει, ή έχει αμπέλια
  2. περιοχή γόνιμη για αμπελοκαλλιέργεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία