οινοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οινοφόρος < (ελληνιστική κοινή) οἰνοφόρος < αρχαία ελληνική οἶνος + φέρω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.noˈfo.ɾos/
Επίθετο επεξεργασία
οινοφόρος, -α,-ο
- (για σκεύος) αυτούς με τον οποίο μεταφέρεται κρασί ή στον οποίο περιέχεται ή διατηρείται
- (για τόπο) που παράγει κρασί
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκεύος