Δείτε επίσης: οἰνοφόρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οινοφόρος η οινοφόρα το οινοφόρο
      γενική του οινοφόρου της οινοφόρας του οινοφόρου
    αιτιατική τον οινοφόρο την οινοφόρα το οινοφόρο
     κλητική οινοφόρε οινοφόρα οινοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οινοφόροι οι οινοφόρες τα οινοφόρα
      γενική των οινοφόρων των οινοφόρων των οινοφόρων
    αιτιατική τους οινοφόρους τις οινοφόρες τα οινοφόρα
     κλητική οινοφόροι οινοφόρες οινοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οινοφόρος < (ελληνιστική κοινήοἰνοφόρος < αρχαία ελληνική οἶνος + φέρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.noˈfo.ɾos/

  Επίθετο επεξεργασία

οινοφόρος, -α,-ο

  1. (για σκεύος) αυτούς με τον οποίο μεταφέρεται κρασί ή στον οποίο περιέχεται ή διατηρείται
  2. (για τόπο) που παράγει κρασί
     συνώνυμα: οινοπαραγωγός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία