Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάγγειος η απάγγεια το απάγγειο
      γενική του απάγγειου της απάγγειας του απάγγειου
    αιτιατική τον απάγγειο την απάγγεια το απάγγειο
     κλητική απάγγειε απάγγεια απάγγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάγγειοι οι απάγγειες τα απάγγεια
      γενική των απάγγειων των απάγγειων των απάγγειων
    αιτιατική τους απάγγειους τις απάγγειες τα απάγγεια
     κλητική απάγγειοι απάγγειες απάγγεια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάγγειος: για την ετυμολογική γραφή με -ειος → δείτε τη λέξη απάγκειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpaŋ.ɟos/ (με συνίζηση στην κοινή νεοελληνική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πά‐γκειος

  Επίθετο επεξεργασία

απάγγειος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία