δεκαμηνιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεκαμηνιαίος < ελληνιστική κοινή δεκαμηνιαῖος < αρχαία ελληνική δέκα + μήν
Επίθετο επεξεργασία
δεκαμηνιαίος, -α, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκαμηνιαίος