Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνοβόρος η εθνοβόρα το εθνοβόρο
      γενική του εθνοβόρου της εθνοβόρας του εθνοβόρου
    αιτιατική τον εθνοβόρο την εθνοβόρα το εθνοβόρο
     κλητική εθνοβόρε εθνοβόρα εθνοβόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνοβόροι οι εθνοβόρες τα εθνοβόρα
      γενική των εθνοβόρων των εθνοβόρων των εθνοβόρων
    αιτιατική τους εθνοβόρους τις εθνοβόρες τα εθνοβόρα
     κλητική εθνοβόροι εθνοβόρες εθνοβόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνοβόρος < έθνος + -ο- + -βόρος

  Επίθετο επεξεργασία

εθνοβόρος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία