Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εθνοβόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εθνοβόρ
ος
η
εθνοβόρ
α
το
εθνοβόρ
ο
γενική
του
εθνοβόρ
ου
της
εθνοβόρ
ας
του
εθνοβόρ
ου
αιτιατική
τον
εθνοβόρ
ο
την
εθνοβόρ
α
το
εθνοβόρ
ο
κλητική
εθνοβόρ
ε
εθνοβόρ
α
εθνοβόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εθνοβόρ
οι
οι
εθνοβόρ
ες
τα
εθνοβόρ
α
γενική
των
εθνοβόρ
ων
των
εθνοβόρ
ων
των
εθνοβόρ
ων
αιτιατική
τους
εθνοβόρ
ους
τις
εθνοβόρ
ες
τα
εθνοβόρ
α
κλητική
εθνοβόρ
οι
εθνοβόρ
ες
εθνοβόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εθνοβόρος
<
έθνος
+
-ο-
+
-βόρος
Επίθετο
επεξεργασία
εθνοβόρος
που είναι
καταστροφικός
για κάποιο
έθνος
Συνώνυμα
επεξεργασία
εθνοφθόρος
εθνοκτόνος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
έθνος
και
βορά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εθνοβόρος
→
δείτε
τις λέξεις
εθνοκτόνος
και
εθνοφθόρος