αποστρατευτέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστρατευτέος < αποστρατεύω + -τέος
Επίθετο
επεξεργασίααποστρατευτέος, -α, -ο
- που πρέπει να αποστρατευτεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστρατευτέος
|