Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστρατεύω < (ελληνιστική κοινήἀποστρατεύομαι < ἀπό + αρχαία ελληνική στρατεύω < στρατός

αποστρατεύω (παθητική φωνή: αποστρατεύομαι)

  1. (στρατιωτικός όρος) συνταξιοδοτώ στρατιωτικό, αφού τον απομακρύνω από το στρατό
  2. (σπάνιο) παύω την επιστράτευση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία